- δομικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη δομή: Έχει μαγαζί δομικών υλικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δομικός — ή, ό (Μ δομικός, ή, όν) [δομή] 1. αυτός που έχει σχέση με τη δομή, το χτίσιμο («δομικά υλικά», «δομικά σχέδια») 2. το θηλ. ως ουσ. η δομική η τέχνη και η επιστήμη τού χτισίματος σπιτιών, ναών, γεφυρών κ.λπ. νεοελλ. φρ. «δομικές αλλαγές» ριζικές… … Dictionary of Greek
μορφολογική ψυχολογία ή γκέσταλτ — (γερμ. Gestalt = μορφή). Θεωρία που γεννήθηκε στη Γερμανία (1912) από τη σχολή του Βερολίνου των Μαξ Βερτχάιμερ (1880 1943), Κουρτ Κόφκα και Βόλφγκανγκ Κέλερ. Κατά τη θεωρία αυτή, όλες οι λειτουργίες της σκέψης και της αντίληψης πρέπει να… … Dictionary of Greek
δομική — η βλ. δομικός … Dictionary of Greek
κερατίνη — Ινώδης πρωτεΐνη που ανήκει στην ομάδα των σκληροπρωτεϊνών. Είναι διαδεδομένη στους ζωικούς οργανισμούς, όπου έχει στηρικτικό ρόλο· συναντάται στο δέρμα, στα νύχια, στις οπλές των ζώων, στο τρίχωμα και στα φτερά. Η κ. είναι αδιάλυτη στο νερό και… … Dictionary of Greek
χιτίνη — η, Ν·(βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά στον εξωσκελετό τών αρθροπόδων, στον οποίο προσδίδει στερεότητα, ανθεκτικότητα και αδιαπερατότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitin < χιτών] … Dictionary of Greek
χιτοζάνη — η, Ν (βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά ως συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων σε ορισμένους μύκητες, αλλ. μυκοσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitosan] … Dictionary of Greek
καολινίτης — Ορυκτό που προέρχεται από την αποσάθρωση των αστρίων (καολινίωση). Συνήθως έχει λευκό έως κίτρινο χρώμα και είναι ένα ένυδρο πυριτικό άλας του αργιλίου, με χημικό τύπο Al2Si2O5(OH)4. Η δομή των κρυστάλλων του είναι πολύπλοκη, καθώς αποτελείται… … Dictionary of Greek